Θαλασσινη Αυρα
Η σάρκα είναι γεμάτη θλίψη, αλίμονο! και διάβασα όλα τα βιβλία.
Να φύγεις! Να φύγεις κάτω εκεί! Νιώθω πως τα πουλιά μεθούν
Σαν βρίσκονται ανάμεσα στον άγνωστο αφρό και στα ουράνια!
Τίποτα, ούτε οι κήποι οι παλιοί όπου στα μάτια καθρεφτίζονται
Δε θα κρατήσουν την καρδιά αυτή όπου βουτάει στη θάλασσα
Ω νύχτες! ούτε το αχνό φως της λάμπας μου που πέφτει
Πάνω στ' άγραφο χαρτί που ανθίσταται η λευκότης του
Κι ούτε η νέα γυναίκα που το βρέφος της βυζαίνει.
Θα φύγω! Πλοίο, εσύ, που το κατάρτι σου ζυγιάζεται,
Την άγκυρά σου σήκωσε για μια χώρα εξωτική!
Μια πλήξη, ερημωμένη απ' τις σκληρές ελπίδες,
Πιστεύει ακόμα στο υπέροχο "αντίο" των μαντιλιών!
Κι ίσως τα κατάρτια σου, τις θύελλες καλώντας
Να είν' αυτά που ο άνεμος τα γέρνει στα χαμένα
Τα ναυάγια, δίχως κατάρτια, δίχως να φτάσουν στα γόνιμα νησιά..
Όμως, καρδιά μου, άκουσε το τραγούδι των ναυτών! (Μαλλαρμέ)
Το Γαλαζιο
Του γαλάζιου του αιώνιου η ήρεμη ειρωνεία,
Ράθυμα όμορφη σαν τα λουλούδια, βαραίνει
Τον αδύναμο ποιητή που την αξία του καταριέται
Μέσα σε μια άγονη από Πόνους έρημο.
Με τα μάτια κλειστά, ξεφεύγοντας, το νιώθω που κοιτάζει
Με την ένταση ενός ελέγχου που καταθλίβει,
Την άδεια μου ψυχή. Να πάω πού; Και ποια άγρια νύχτα
Κουρέλια, στην αλγεινή τούτη περιφρόνηση να ρίξω;
Ομίχλες, ανεβείτε! Τις μονότονες στάχτες σας ρίξτε τις
Με μακριά θαμποκούρελα στους ουρανούς
Που θα πνίξει τον μολυβόμαυρο των φθινοπώρων βάλτο
Κι ένα μεγάλο χτίστε σιωπηλό ταβάνι!
Κι εσύ, από της Λήθης τα έλη βγες και μάζεψε
Στο διάβα σου, τα ωχρά καλάμια και το βούρκο,
Ανία αγαπημένη, για να γεμίσεις με χέρι ακούραστο
Τις μεγάλες μαβιές τρύπες που, κακόβουλα φτιάχνουν τα
πουλιά.
Ακόμα! δίχως να πάψουν οι θλιμμένες καπνοδόχες
Ας καπνίσουν, κι από καπνιά μια φυλακή όπου πλανιέται
Μέσα στη φρίκη των μαύρων της ιχνών, ας σβήσει
Τον ήλιο που, κιτρινιάρης, πεθαίνει στον ορίζοντα!
-Ο ουρανός είναι νεκρός. -Σ' εσένα σπεύδω! δώσ' μου,
ω ύλη,
Τη λησμονιά της Αμαρτίας και του σκληρού Ιδεώδους
Σ' αυτό το μάρτυρα που έρχεται να μοιραστεί το στρώμα
Όπου το ευτυχισμένο ανθρώπινο κοπάδι έχει πλαγιάσει,
Γιατί θέλω, αφού πια το κεφάλι μου, άδειο
Όπως το φτιασιδωμένο βάζο που κείτεται στη βάση ενός
τοίχου,
Στερήθηκε πια την τέχνη να στολίζει την ολολύζουσα ιδέα,
Πένθιμα να χασμιέμαι μπροστά σ' ένα θάνατο σκοτεινό...
Και μάταια! Το Γαλάζιο θριαμβεύει και τ' ακούω να
τραγουδά
Μες στις καμπάνες. Η ψυχή μου , φωνή γίνεται
Για να μας φοβίσει ακόμα περισσότερο με την ανηλεή του
νίκη,
Κι από το έμψυχο μέταλλο βγαίνει σε μαβιές Προσευχές!
Κυλά με την ομίχλη, πανάρχαιο, και διασχίζει
Όπως το βέβαιο σπαθί την έμφυτή σου αγωνία
Και πού να καταφύγω μες στην ανώφελη και φαύλη
ανταρσία;
Έχω στοιχειώσει! Το Γαλάζιο! Το Γαλάζιο! Το Γαλάζιο!
(Μαλλαρμέ)