Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

Καρυωτακης...

"Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων"

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλεν.τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή.
Οι Ουγκό με <<Τιμωρίες>> την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που'ναι.

Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι,
και αν οι Μποντλέρ έζησαν νεκροί,
η αθανασία τους είναι χαραγμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που'ναι.

Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί,
στην τραγικήν απάτη τους δοσμένοι
πως κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που΄ναι.

Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροι:
<<Ποιός άδοξος ποιητής>> θέλω να μου πούνε
<<την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που΄ναι?>> 

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012








Θαλασσινη Αυρα


Η σάρκα είναι γεμάτη θλίψη, αλίμονο! και διάβασα όλα τα βιβλία.

Να φύγεις! Να φύγεις κάτω εκεί! Νιώθω πως τα πουλιά μεθούν

Σαν βρίσκονται ανάμεσα στον άγνωστο αφρό και στα ουράνια!

Τίποτα, ούτε οι κήποι οι παλιοί όπου στα μάτια καθρεφτίζονται

Δε θα κρατήσουν την καρδιά αυτή όπου βουτάει στη θάλασσα

Ω νύχτες! ούτε το αχνό φως της λάμπας μου που πέφτει

Πάνω στ' άγραφο χαρτί που ανθίσταται η λευκότης του

Κι ούτε η νέα γυναίκα που το βρέφος της βυζαίνει.

Θα φύγω! Πλοίο, εσύ, που το κατάρτι σου ζυγιάζεται,

Την άγκυρά σου σήκωσε για μια χώρα εξωτική!


Μια πλήξη, ερημωμένη απ' τις σκληρές ελπίδες,

Πιστεύει ακόμα στο υπέροχο "αντίο" των μαντιλιών!

Κι ίσως τα κατάρτια σου, τις θύελλες καλώντας

Να είν' αυτά που ο άνεμος τα γέρνει στα χαμένα

Τα ναυάγια, δίχως κατάρτια, δίχως να φτάσουν στα γόνιμα νησιά..

Όμως, καρδιά μου, άκουσε το τραγούδι των ναυτών! (Μαλλαρμέ) 



Το Γαλαζιο


Του γαλάζιου του αιώνιου η ήρεμη ειρωνεία,

Ράθυμα όμορφη σαν τα λουλούδια, βαραίνει

Τον αδύναμο ποιητή που την αξία του καταριέται

Μέσα σε μια άγονη από Πόνους έρημο.


Με τα μάτια κλειστά, ξεφεύγοντας, το νιώθω που κοιτάζει

Με την ένταση ενός ελέγχου που καταθλίβει,

Την άδεια μου ψυχή. Να πάω πού; Και ποια άγρια νύχτα

Κουρέλια, στην αλγεινή τούτη περιφρόνηση να ρίξω;


Ομίχλες, ανεβείτε! Τις μονότονες στάχτες σας ρίξτε τις

Με μακριά θαμποκούρελα στους ουρανούς

Που θα πνίξει τον μολυβόμαυρο των φθινοπώρων βάλτο

Κι ένα μεγάλο χτίστε σιωπηλό ταβάνι!


Κι εσύ, από της Λήθης τα έλη βγες και μάζεψε

Στο διάβα σου, τα ωχρά καλάμια και το βούρκο,

Ανία αγαπημένη, για να γεμίσεις με χέρι ακούραστο

Τις μεγάλες μαβιές τρύπες που, κακόβουλα φτιάχνουν τα 

πουλιά.


Ακόμα! δίχως να πάψουν οι θλιμμένες καπνοδόχες

Ας καπνίσουν, κι από καπνιά μια φυλακή όπου πλανιέται

Μέσα στη φρίκη των μαύρων της ιχνών, ας σβήσει

Τον ήλιο που, κιτρινιάρης, πεθαίνει στον ορίζοντα!


-Ο ουρανός είναι νεκρός. -Σ' εσένα σπεύδω! δώσ' μου,

ω ύλη,

Τη λησμονιά της Αμαρτίας και του σκληρού Ιδεώδους

Σ' αυτό το μάρτυρα που έρχεται να μοιραστεί το στρώμα

Όπου το ευτυχισμένο ανθρώπινο κοπάδι έχει πλαγιάσει,


Γιατί θέλω, αφού πια το κεφάλι μου, άδειο

Όπως το φτιασιδωμένο βάζο που κείτεται στη βάση ενός 

τοίχου,

Στερήθηκε πια την τέχνη να στολίζει την ολολύζουσα ιδέα,

Πένθιμα να χασμιέμαι μπροστά σ' ένα θάνατο σκοτεινό...


Και μάταια! Το Γαλάζιο θριαμβεύει και τ' ακούω να

τραγουδά

Μες στις καμπάνες. Η ψυχή μου , φωνή γίνεται

Για να μας φοβίσει ακόμα περισσότερο με την ανηλεή του

νίκη,

Κι από το έμψυχο μέταλλο βγαίνει σε μαβιές Προσευχές!


Κυλά με την ομίχλη, πανάρχαιο, και διασχίζει

Όπως το βέβαιο σπαθί την έμφυτή σου αγωνία

Και πού να καταφύγω μες στην ανώφελη και φαύλη 

ανταρσία;

Έχω στοιχειώσει! Το Γαλάζιο! Το Γαλάζιο! Το Γαλάζιο! 

(Μαλλαρμέ) 

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2012

                         ΠΟΙΗΜΑΤΑ! 

ΕΝΑΣ ΒΑΘΥΣ, ΜΑΥΡΟΣ ΥΠΝΟΣ       

(Πολ Βερλαίν)     


Ένας βαθύς, μαύρος ύπνος
πέφτει απάνω στη ζωή μου.
Κάθ' ελπίδα μου, κοιμήσου.
Κάθε αποθυμιά μου κοιμήσου.
Τίποτε δε βλέπω πια,
χάνονται όλα μες στη λήθη
το καλό και το κακό...
Ω θλιμμένο παραμύθι!
Είμαι σα μια κούνια
που ένα χέρι την κουνάει
στην κρυφή σπηλιά.
Σιωπή!... μιλιά!...

 ΤΑ ΑΝΘΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ (Σαρλ Μπωντλαιρ) 


 Τα αμαρτήματά μας είναι πεισματάρικα, οι μεταμέλειές μας χαλαρές,
Τα πληρώνουμε βαριά με τις εξομολογήσεις μας,
Και επιστρέφουμε χαρούμενοι πίσω στο βουρκώδη δρόμο,
Πιστεύοντας ότι τα ευτελή δάκρυα ξεπλένουν όλους τους λεκέδές μας.
Πάνω στο μαξιλάρι του κακού είναι ο Τρισμέγιστος Σατανάς
Που νανουρίζει μακρόσυρτα το μαγεμένο πνεύμα μας,
Και το σκληρό μέταλλο της θέλησής μας
Εξατμίζεται ολόκληρο από αυτόν τον λόγιο χημικό.
Είναι ο Διάβολος που βαστά τα σκοινιά τα οποία μας κινούν!
Για απεχθή αντικείμενα βρίσκουμε τα θέλγητρα.
Κάθε μέρα κατεβαίνουμε προς την Κόλαση μ’ένα βηματισμό,
Χωρίς τρόμο, διασχίζοντας το σκότος με την βρώμικη οσμή.
Όπως μια φτωχή ακολασία που φιλά και τρώει
Το βασανισμένο στήθος μιάς αρχαίας πόρνης,
Ξεκλέβουμε προχωρώντας μια παράνομη ευχαρίστηση
Η οποία μας πιέζει πολύ δυνατά όπως ένα ώριμο πορτοκάλι.
Σφίγγοντας, μυρμηγιάζοντας, σαν ένα εκατομμύριο ελμίνθες²,
Μέσα στο ξεφάντωμα του μυαλού μας ένα πλήθος από Δαίμονες,
Και, όταν αναπνέουμε, ο Θάνατος μέσα στα πνευμόνια μας
Κατέρχεται, αόρατο ποτάμι, με υπόκωφους στεναγμούς.
Αν ο βιασμός, το δηλητήριο, το στιλέτο, η φωτιά,
Δεν έχουν ακόμα υφανθεί από τα ευχάριστα σχέδια τους
Ο κοινότυπος καμβάς της ελεεινής μοίρας μας,
Είναι γιατί η ψυχή μας, δυστυχώς! δεν είναι ακόμα αρκετά τολμηρή.
Αλλά ανάμεσα στα τσακάλια, τους πάνθηρες, τις σκύλες,
Τους πιθήκους, τους σκορπιούς, τα όρνεα, τα ερπετά,
Στα θηρία που σκούζουν, ουρλιάζουν, κράζουν, σέρνονται,
Μέσα στο ελεεινό θηριοτροφείο των παθών μας,
Εκεί βρίσκεται ένα πιό άσχημο, πιο μοχθηρό, πιο βρώμικο!
Αν και δεν σπρώχνει ούτε σε μεγάλες χειρονομίες, ούτε σε μεγάλες κραυγές,
Ευχαρίστως θα έκανε τη γη θρύψαλα
Και μέσα σ’ένα χασμουρητό θα κατάπινε τον κόσμο.
Είναι η πλήξη/ανία! – το μάτι φορτωμένο από ένα αθέλητο δάκρυ,
Ονειρεύεται το ικρίωμα καπνίζοντας τον αργιλέ του.
Το ξέρεις, αναγνώστη, το ντελικάτο τέρας,
- Υποκριτή αναγνώστη, – όμοιε μου, – αδελφέ μου!

                      Μαλλαρμέ 


Ο Μαλλαρμέ γεννήθηκε στο Παρίσι το 1842 από μικροαστούς υπαλλήλους με καταγωγή από τη Βόρεια Γαλλία. Ορφάνεψε από τη μητέρα του σε ηλικία πέντε χρονών και πέρασε αρκετά χρόνια της σχολικής του εκπαίδευσης οικότροφος. Άσκησε το επάγγελμα του καθηγητή αγγλικών στη γαλλική επαρχία, ταξίδεψε στην Αγγλία, παντρεύτηκε μια γερμανίδα γκουβερνάντα, έκαμε παιδιά, οριστική εγκατάσταση στο Παρίσι το 1871 - η ζωή του, ως περιστατικά, πέρασε μέσα σε επαγγελματικές φροντίδες που εξουθενώνουν, σχετική στέρηση, κόπους και εξάντληση της υγιείας του σώματος, μέχρι τον ξαφνικό θάνατό του στα 1898. Η αληθινή ζωή για τον Μαλλαρμέ, στην οποία και αφιέρωσε όλο του τον εαυτό του, βρίσκεται αλλού, στην περιπέτεια του πνεύματος και της τελείωσης της γραφής, στην ποίηση που τη θεωρεί τη μόνη άξια απασχόληση για τον άνθρωπο. Άρχισε να γράφει από μικρός, όπως εξομολογείται ο ίδιος στον Βερλαίν, και στην ποιητική του τέχνη τον σημάδεψαν ο Μπωντλαίρ, που του ενέπνευσε και κάποια ποιήματα, και ο Πόε, τον οποίο και μετέφρασε (Το Κοράκι, Ποιήματα). Στον κύκλο των φίλων του, με τους οποίους βρίσκεται σε γόνιμη καλλιτεχνική και πνευματική συνομιλία -από το 1884, στο σπίτι αυτού που πλέον θεωρείται ο μαιτρ του συμβολισμού, μαζεύονται φίλοι και μαθητές να συζητήσουν για την ποίηση και τη μουσική-, βρίσκουμε τους Βιλλιέ ντε Λιλ-Αντάμ, Μανέ, Ντεμπυσσύ, Ρεμπώ, Βερλαίν. 

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012

          Φρανσουά Βιγιόν  

 ι 
Ο Φρανσουά Βιγιόν γεννήθηκε το 1431 στο Παρίσι και πέθανε το 1489. Το πραγματικό του όνομα είναι Φρανσουά ντε Μονκορμπιέ, το άλλαξε όμως προς τιμή του δασκάλου του και προστάτη του του Γκιγιόμ Βιγιόν. Έζησε ζωή πολυτάραχη και συχνά ήρθε σε σύγκρουση με το νόμο. Καταδικάστηκε πολλές φορές σε φυλάκιση και κινδύνευσε επανειλημμένα να σταλεί στην αγχόνη. Θεωρείται ο πρώτος μεγάλος λυρικός ποιητής της Γαλλίας στα νεότερα χρόνια. Στο έργο του διακρίνεται η θλίψη, ο σαρκασμός, η συγκίνηση και το κωμικό στοιχείο. Χαρακτηρίζεται από ειλικρίνεια και δύναμη έμπνευσης. Έργα του: "Διαθήκη", "Μπαλάντα των κρεμασμένων ή Επιτάφιος του Βιγιόν", "Μεγάλη Διαθήκη" (1461), "Κληροδότημα ή Μικρή Διαθήκη" (1456) κ.ά. Στα ελληνικά μεταφράστηκε από τον Καρυωτάκη, τον Βάρναλη και τον Σπύρο Σκιαδαρέση. Πέρυσι μάλιστα ο Θάνος Μικρούτσικος συνεπαρμένος από το έργο του ηχογράφησε απαγγελίες των στίχων του στον δίσκο "Στον Τόπο Μου Είμαι Τέλεια Ξένος" 

          Σαρλ Πιερ Μπωντλαιρ 


Ο Σαρλ Πιερ Μπωντλαίρ , γεννήθηκε στο Παρίσι, στις 9 Απριλίου 1821  και απεβίωσε στις 31 Αυγούστου 1867, ήταν ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της γαλλικής αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Κατά την διάρκεια της ζωής του, ο Μπωντλαίρ υπέστη αρνητική κριτική για τα έργα  του και το θέμα  του. Ελάχιστοι από τους σύγχρονούς του τον κατανόησαν. Η εφημερίδα Φίγκαρο της 5ης Ιουλίου 1857 έγραψε τα εξής σχετικά με την πρόσφατη εμφάνιση των Ανθέων του Κακού: «Σε ορισμένα σημεία αμφιβάλλουμε για την πνευματική υγεία του κου. Μπωντλαίρ. Όμως ορισμένα  δεν μας επιτρέπουν περαιτέρω αμφιβολίες. Κυριαρχεί, ως επί το πλείστον, η μονότονη και επιτηδευμένη επανάληψη των ίδιων πραγμάτων, των ίδιων σκέψεων. Η αηδία πνίγει την αχρειότητα—για να την καταπολεμήσει σμίγει με το μόλυσμα».
Ο Μπωντλαίρ σήμερα αναγνωρίζεται ως μέγας ποιητής της γαλλικής και της παγκόσμιας Λογοτεχνίας και συγκαταλέγεται μεταξύ των κλασικών. Χαρακτηριστικά, ο Μπαρμπέ ντ' Ορεβιγί τον αποκάλεσε «Δάντη μιας παρηκμασμένης εποχής».
Σε ολόκληρο το έργο του, ο Μπωντλαίρ προσπάθησε να  καταδείξει την σχέση μεταξύ της ομορφιά με την κακία, την βία με την ηδονή. Παράλληλα με την συγγραφή ποιημάτων σοβαρών και σκανδαλιστικών για την εποχή, κατόρθωσε επίσης να εκφράσει την μελαγχολία και την νοσταλγία.

                               Πολ Βερλαιν 


O Πολ Βερλαίν  γεννημένος στις 30 Μαρτίου του 1844 και απεβίωσε στις 8 Ιανουαρίου του 1896 στο Παρίσι, ήταν Γάλλος ποιητής που συνδέθηκε με τη σχολή του παρνασσισμού και αργότερα αποτέλεσε ηγετική φυσιογνωμία του κινήματος του συμβολισμού και της Παρακμής. Ο Βερλαίν χαρακτηρίζεται ως ένας καθαρά λυρικός ποιητής που σημάδεψε μία μετάβαση από το ρομαντισμό στο κίνημα του συμβολισμού, και διακρίνεται για τo μουσικό αποτέλεσμα της γραφής του, μέσα από τη χρήση αρκετών μυστικών της γαλλικής προσωδίας, όπως τις παρηχήσεις, τις συνηχήσεις και τους ανισοσύλλαβους στίχους. Παρά το γεγονός πως το έργο του επέδρασε καταλυτικά στη διαμόρφωση του συμβολισμού, ο ίδιος αργότερα τον αποκήρυξε, καθώς το κίνημα απέκλινε ακόμα περισσότερο από τις παραδοσιακές ποιητικές φόρμες, ενώ ο Βερλαίν υποστήριζε την αναγκαιότητα ορισμένων, όπως για παράδειγμα της ομοιοκαταληξίας του στίχου.

           Αρθουρος Ρεμπω! 


Ο Αρθούρος Ρεμπώ του οποίου το πλήρες όνομα ήταν Ζαν-Νικολά-Αρτύρ Ρεμπό, γεννημένος στις 20 Οκτωβρίου 1854  απεβίωσε στις 10 Νοεμβρίου. Θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς  εκπροσώπους του συμβολισμού, με σημαντική επίδραση στη μοντέρνα ποίηση, παρά το γεγονός πως εγκατέλειψε οριστικά τη λογοτεχνία στην ηλικία μόλις  των είκοσι ετών. Από το σύνολο του έργου του ξεχωρίζουν οι ποιητικές συλλογές Εκλάμψεις και Μια Εποχή στην Κόλαση. Η τελευταία υπήρξε το μοναδικό βιβλίο του Ρεμπώ που δημοσιεύτηκε κατόπιν επιθυμίας και ενεργειών του ίδιου, ενώ σημαντικό μέρος των ποιημάτων του δημοσιεύτηκαν ενόσω ήταν εν ζωή αλλά χωρίς τη συγκατάθεσή του ή εν αγνοία του.
Γεννήθηκε στη Γαλλική αγροτική πόλη Σαρλβίλ των Αρδεννών, όπου έζησε τα νεανικά του χρόνια, πριν ξεκινήσει τα ταξίδια  του σε πολυάριθμες πόλεις της Ευρώπης. Στη διάρκεια του πολυτάραχου βίου του ταξίδεψε σε δεκατρείς διαφορετικές χώρες και έζησε ως ζητιάνος, μισθοφόρος, εργάτης, παιδαγωγός και ναυτικός, παράλληλα με τη συγγραφική δραστηριότητα. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, έχοντας ήδη εγκαταλείψει την ποίηση, περιπλανήθηκε στην βορειοανατολική Αφρική όπου εργάστηκε ως έμπορος και εξερευνητής, την ίδια περίοδο που άρχισε να αναγνωρίζεται το ποιητικό έργο του μεταξύ των λογοτεχνικών κύκλων του Παρισιού.